- τακίμι
- το, Ν1. σύνολο πραγμάτων, λ.χ. σκευών ή εργαλείων, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό2. (ειδικά για πιάτα) σερβίτσιο3. (κατ' επέκτ.) ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και κατά τις ίδιες ώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. takim].
Dictionary of Greek. 2013.