τακίμι

τακίμι
το, Ν
1. σύνολο πραγμάτων, λ.χ. σκευών ή εργαλείων, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό
2. (ειδικά για πιάτα) σερβίτσιο
3. (κατ' επέκτ.) ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και κατά τις ίδιες ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. takim].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τακίμι — το (λ. τουρκ.) 1. σύνολο πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (εργαλείων, σκευών κτλ.). 2. ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και σύγχρονα, συνεργείο, βάρδια: Αν φύγουν τρεις απ το τακίμι, δε γίνεται ξεφόρτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τακιμιάζω — Ν [τακίμι] γίνομαι φίλος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • tacâm — TACẤM, tacâmuri, s.n. 1. 1. Serviciu de masă complet, care se aşază în dreptul fiecărui mesean; p. restr. totalitatea obiectelor de metal de care se serveşte o persoană când mănâncă. 2. Ansamblu de obiecte sau de unelte necesare unei anumite… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”